διάζω

διάζω
διά-ἄζω
dry up
pres subj act 1st sg
διά-ἄζω
dry up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαζώ — διαζῶ ( ήω) (Α) [ζώ] 1. διέρχομαι τον βίο 2. (με πρόθ.) πορίζομαι τα προς το ζην …   Dictionary of Greek

  • διάζω — (Μ διάζω) ενεργώ, πράττω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη λ. για τον τ. διάγω] …   Dictionary of Greek

  • διαζῶ — διαζάω live through pres imperat mp 2nd sg διαζάω live through pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαζάω live through pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαζάω live through pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαζάω live… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάξη — η (Μ διάξις) [διάζω] 1. πράξη, έργο 2. τρόπος ζωής 3. καλή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… …   Dictionary of Greek

  • προδιάζω — Α (για αργυραμοιβό) προκαταβάλλω χρήματα, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διάζω «ενεργώ, πράττω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαζώ — άω, ΜΑ συμβιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαζῶ «διέρχομαι τη ζωή μου»] …   Dictionary of Greek

  • φουφουλιαστός — ή, ό, Ν ξασμένος, ξεπουπουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουφούλα, μέσω αμάρτυρου ρ. *φουφουλιάζω (πρβλ. και αναφουφουλιάζω / διάζω)] …   Dictionary of Greek

  • διαζώτωση — Η εισαγωγή σε μια οργανική ένωση της ομάδας διαζω , δηλαδή δύο ατόμων αζώτου –Ν = Ν– με μία χημική αντίδραση που ανακάλυψε ο Γερμανός χημικός Πέτερ Γκρις (1829 1888) το 1860. Η δ. πραγματοποιείται με νιτρώδες οξύ (ΗΝΟ2) που επιδρά στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”